- ρινοσκλήρωμα
- το, Νιατρ. χρόνιο λοιμώδες κοκκιωματογόνο νόσημα, οφειλόμενο στον βάκιλλο τού Φρις, που προσβάλλει τις ρινικές θαλάμες και τον ρινοφάρυγγα με τη μορφή οζιδίων και σκληρών διηθητικών εξογκώσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinoscleroma (< ῥίς, ῥινός + σκληρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σ. Μαγγίνα].
Dictionary of Greek. 2013.